Την αξία του νέου επενδυτικού νόμου, τονίζει ο υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Market Leader», νόμος με τον οποίο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια υγιή και εξωστρεφή επιχειρηματική δραστηριότητα. Ακόμα, ο υπουργός επισημαίνει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής που έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα, αναφέροντας τις επιδράσεις στο μέτωπο του πληθωρισμού και της ουσιαστικής συγκράτησης των τιμών. Επίσης, σχολιάζει τις συνθήκες στην αγορά, ιδίως τις σχέσεις βιομηχανίας και αλυσίδων, ενώ στέλνει το μήνυμα ότι «Η εποχή της “φούσκας” και της “αρπαχτής” έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί» για το ελληνικό επιχειρείν.
Συνέντευξη στον Στέλιο Μπαμιατζή
Κύριε υπουργέ, επί σειρά ετών, απ’ όλες τις κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία, και όχι μόνο από τη σημερινή, η μόνη θέση που ακούγεται είναι ότι για τις αυξήσεις των τιμών των προϊόντων την ευθύνη φέρει η βιομηχανία. Ποια είναι η θέση του υπουργείου, εφόσον γνωρίζετε ότι υπάρχουν συμφωνίες που υποχρεωτικά κατατίθενται σε αρμόδιο τμήμα του, από τις οποίες μπορείτε να διαπιστώσετε ποιες είναι οι αρχικές τιμές των προϊόντων και έτσι να έχετε τον έλεγχο των τιμών λιανικής;
Κατ’ αρχάς αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως σε μια περίοδο γενικευμένων αυξήσεων στις διεθνείς τιμές καυσίμων, βασικών εμπορευμάτων και τροφίμων, το επίπεδο των τιμών στη χώρα μας είναι πτωτικό. Ήδη ο πληθωρισμός Απριλίου έδειξε μια σημαντική αποκλιμάκωση της τάξης των 1,3 μονάδων σε σχέση με τις αρχές του χρόνου (3,9% από 5,2%), η οποία εκτιμούμε ότι θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες.
Επίσης, από τη μελέτη των στοιχείων της αγοράς προκύπτει ότι το 2010 ήταν η πρώτη χρονιά, έπειτα από πολλά χρόνια, που σημειώθηκε πραγματική μείωση τιμών στις τελικές τιμές καταναλωτή σε όλο το εύρος των αγαθών που αποτελούν το μηνιαίο καλάθι ενός νοικοκυριού. Μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε το γεγονός των κλιμακωτών αυξήσεων που επιβλήθηκαν στον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης την προηγούμενη χρονιά, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι τον τελευταίο χρόνο η Ελλάδα είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες μειώσεις τιμών σε όλη την Ευρώπη.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, λοιπόν, στο μέτωπο των διεθνών τιμών και παράλληλα με τις τάσεις που διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά, θεωρώ πως η πολιτική μας για συγκράτηση και μείωση τιμών στην ελληνική αγορά φέρνει αποτελέσματα, και γι’ αυτό θέλω να συγχαρώ και τις ελληνικές επιχειρήσεις, που καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια όλο το τελευταίο διάστημα για να είναι ανταγωνιστικές,και να στηρίξουν και με τις δικές τους δυνάμεις το εισόδημα του καταναλωτή, που προφανώς δοκιμάζεται.
Έχει το υπουργείο την πρόθεση να δημιουργήσει κανόνες υγιούς ανταγωνισμού και διάθεσης των προϊόντων (εμπορικές συμφωνίες, τρόπος πληρωμής); Με άλλα λόγια θα βρεθεί ποτέ η «χρυσή τομή» μεταξύ λιανεμπορίου και βιομηχανίας, ώστε η αγορά να λειτουργήσει ομαλά;
Δεν είμαι οπαδός των υπέρμετρων παρεμβάσεων στην αγορά. Πιστεύω μάλιστα ότι για την προβληματική λειτουργία του ανταγωνισμού στην Ελλάδα μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρει και η ίδια η πολιτεία, η οποία διαχρονικά έχτισε ένα αντιπαραγωγικό πλέγμα κρατικών ρυθμίσεων γύρω από το επιχειρείν, το οποίο καταδικάσαμε να είναι ρηχό, κατακερματισμένο και κρατικοδίαιτο.
Η αγορά, όμως, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο πρέπει να αναπνεύσει και να λειτουργήσει χωρίς τον… ζουρλομανδύα ξεπερασμένων κρατικών ρυθμίσεων. Γι’ αυτό και είμαι αποφασισμένος να άρω κάθε περιττή και παράλογη ρύθμιση που παρέχει την ψευδαίσθηση του ελέγχου στην πολιτεία, ενώ στην πραγματικότητα πνίγει την επιχειρηματικότητα και δημιουργεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, όπως για παράδειγμα τα περιθώρια κέρδους στα οπωροκηπευτικά και η υποχρεωτική τήρηση και υποβολή κοστολογικών στοιχείων από τις επιχειρήσεις. Βεβαίως ελεύθερος ανταγωνισμός δεν σημαίνει και ασυδοσία.
Εμείς, λοιπόν, δίνουμε έμφαση στην απλοποίηση και ταυτόχρονα επενδύουμε στον ουσιαστικό έλεγχο της αγοράς. Για παράδειγμα, με το νέο νόμο που ψηφίσαμε για την Επιτροπή Ανταγωνισμού στις αρχές Απριλίου η χώρα μας αποκτά πλέον ένα σύγχρονο θεσμικό εργαλείο παρέμβασης στη λειτουργία της αγοράς με στόχο την εξυγίανσή της και την αποτελεσματική αντιμετώπιση φαινομένων «καρτέλ», κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης κ.ο.κ.
Με την αδιαμφισβήτητη θεσμική ενίσχυση που παρέχουμε, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαθέτει πλέον μια υπεροπλία δυνάμεων καθώς και την αναγκαία ανεξαρτησία ώστε να παρεμβαίνει δυναμικά στην αγορά, ακόμη και «καταδρομικά» όπου χρειάζεται, με προτεραιότητα την καθημερινότητα του Έλληνα καταναλωτή. Επιπλέον, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν θα είναι μόνη της στην προσπάθεια ενίσχυσης και στήριξης του ανταγωνισμού στην Ελλάδα. Αναδιοργανώνουμε την υπηρεσία Εποπτείας Αγοράς και συστήνουμε νέα Διεύθυνση Ανάλυσης Συνθηκών Αγοράς και Ανταγωνιστικότητας. Η Διεύθυνση αυτή θα είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση οικονομικών μεγεθών της αγοράς, την κωδικοποίηση στοιχείων που συλλέγονται από άλλες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και τη διενέργεια κλαδικών μελετών.
Τέλος, πιστεύω πως σε αυτή τη συγκυρία αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη η αγορά και οι επιχειρήσεις είναι έξυπνες ενισχύσεις που θα στοχεύουν σε διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις στην αγορά, το εμπόριο, την παραγωγή και θα συμβάλουν στο να γίνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις πραγματικά ανταγωνιστικές. Να χαράξουμε πολιτικές δηλαδή που θα στοχεύουν στους τομείς εκείνους που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα η αύξηση της παραγωγικότητάς τους και η ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ τους. Το ΥΠΑΑΝ ήδη σχεδιάζει τέτοιες δράσεις μέσω των επενδυτικών του εργαλείων για να τις παρουσιάσει στην αγορά το αμέσως προσεχές διάστημα.
Από τη βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών ανακοινώθηκαν πρόσφατα μειώσεις σε προϊόντα που όμως δεν συμπεριλαμβάνονται στους βασικούς κωδικούς, ενώ ακούγεται έντονα πως η βιομηχανία «μάτωσε», εμφανίζοντας μειωμένα κέρδη ή ζημιές. Όμως, κατά τη διάρκεια της χρονιάς οι προωθητικές ενέργειες στα καταστήματα λιανικής ξεπερνούσαν κατά πολύ στο σύνολό τους τις εκπτώσεις που δόθηκαν από τις ίδιες εταιρείες. Ποιο είναι το κέρδος, λοιπόν, στο «καλάθι της νοικοκυράς» που ανακοινώσατε πρόσφατα, αφού ουσιαστικά δεν προκύπτει σημαντική διαφορά από τις καταναλώσεις των συγκεκριμένων μη βασικών κωδικών στις οποίες έγιναν οι μειώσεις;
Το κέρδος είναι απτό, καθώς από την έκκληση του ΥΠΑΑΝ προς την αγορά για συγκράτηση και μείωση τιμών έχει καλλιεργηθεί το τελευταίο διάστημα μια κουλτούρα μείωσης τιμών και σε άλλους τομείς της αγοράς πέραν των σούπερ μάρκετ. Θέλω ωστόσο να υπενθυμίσω ότι 36 επιχειρήσεις, οι μεγαλύτερες που δραστηριοποιούνται στο χώρο των προμηθευτικών και εταιρειών παραγωγής, του λιανεμπορίου και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας και προχώρησαν σε σημαντικές μειώσεις τιμών από 0,8% έως 38% σε τουλάχιστον 850 επώνυμα προϊόντα, και σε απορρόφηση της αύξησης του ΦΠΑ σε επιπλέον 1.510 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Μάλιστα από τις μειώσεις αυτές προέκυψε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, πραγματικό όφελος έως και 50 ευρώ μηνιαίως για μια τετραμελή οικογένεια.
Μια από τις σταθερές εξαγγελίες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου είναι το κλείσιμο όσων επιχειρήσεων παραβιάζουν τη νομοθεσία περί ποιότητας προϊόντων. Ωστόσο δεν την έχουμε δει ποτέ να υλοποιείται ουσιαστικά, ειδικά όταν μία επιχείρηση είναι υπότροπη. Σκοπεύει η κυβέρνηση να προχωρήσει στο κλείσιμο των καταστημάτων μιας εταιρείας, όπως ακριβώς γίνεται με τους φοροφυγάδες, δηλαδή να υπάρχει η ενημερωτική πινακίδα για όσο διάστημα παραμείνει κλειστό το κατάστημα;
Πιστέψτε με, καμιά κυβέρνηση δεν θέλει να μπαίνουν λουκέτα στα καταστήματα και να στιγματίζονται επιχειρήσεις, πόσο μάλλον σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει πως είμαστε διατεθειμένοι να ανεχθούμε την ασυδοσία και την καθ’ υποτροπή παραβατικότητα. Και το έχουμε αποδείξει, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες και τις κυρώσεις που έχουμε επιβάλει σε μια σειρά πρατήρια καυσίμων που πιάστηκαν να κλέβουν τον καταναλωτή στην αντλία και την ίδια μέρα έκλεισαν με εντολή εισαγγελέα. Τέτοιοι επιχειρηματίες σίγουρα δεν έχουν θέση στην ελληνική αγορά.
Δεν πιστεύω ωστόσο ότι το μέτρο της «μαύρης λίστας» μπορεί να προάγει θετικά επιχειρηματικά πρότυπα. Αντίθετα, εμείς επιχειρούμε με θετικές δράσεις να ωθήσουμε το λιανεμπόριο σε πιο υγιή πρότυπα και προδιαγραφές λειτουργίας. Ένα παράδειγμα είναι το σήμα ποιότητας εμπορικών επιχειρήσεων που σύντομα υλοποιείται από το ΥΠΑΑΝ σε συνεργασία με τον ΕΛΟΤ και στοχεύει στην ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχουν οι ελληνικές λιανεμπορικές επιχειρήσεις στους καταναλωτές. Σύντομα θα σας ενημερώσουμε αναλυτικότερα για τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία.
Έχει ήδη ξεκινήσει η υποβολή σχεδίων για υπαγωγή στο νέο επενδυτικό νόμο. Ποια είναι τα βασικά σημεία του νέου νόμου και τι καινοτομίες εισάγει;
Με τον νέο επενδυτικό νόμο ουσιαστικά γυρίζουμε οριστικά σελίδα στην πολιτική για τις ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Εισάγουμε νέες αξίες, νέες διαδικασίες και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια υγιή και εξωστρεφή επιχειρηματική δραστηριότητα.
Για πρώτη φορά υπάρχει συγκεκριμένος ετήσιος προϋπολογισμός και «ταβάνι» ενισχύσεων, καλύπτοντας όλους τους τομείς της οικονομίας και επιτρέποντας σε κάθε επενδυτή να προγραμματίζει τις ενέργειές του. Τα επενδυτικά σχέδια υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή και είναι δυνατή η παρακολούθηση της πορείας τους στο διαδίκτυο, με απόλυτη διαφάνεια. Θεσμοθετήσαμε το Εθνικό Μητρώο Αξιολογητών και Ελεγκτών, ώστε να διασφαλίζεται η απόλυτη αξιοκρατία στην επιλογή των επενδυτικών σχεδίων και να μην υπάρχει επαφή των επενδυτών με τους αξιολογητές.
Στόχος μας είναι με αυτόν τον επενδυτικό νόμο να δημιουργηθούν και να ενισχυθούν βιώσιμες επιχειρήσεις που σέβονται το περιβάλλον, προωθούν την καινοτομία, ενισχύουν την περιφερειακή συνοχή, δημιουργούν θέσεις εργασίας και επιτρέπουν στη νέα γενιά να μπει δυναμικά στον επιχειρηματικό χώρο. Ταυτόχρονα, έγινε η ενεργοποίηση του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΕΤΕΑΝ), με το οποίο επιτυγχάνεται η βελτίωση της δυνατότητας χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, ώστε να μπορούν οι επενδυτές να λάβουν ευνοϊκά και χαμηλότοκα δάνεια από τις τράπεζες.
Κύριε υπουργέ, βασική τροχοπέδη στην ανάπτυξη αποτελεί η μείωση των καταναλωτικών δαπανών. Πιστεύετε πως οι επιχειρηματίες αξίζει να ρισκάρουν αυτή την εποχή επενδύοντας στην ελληνική αγορά ή απλά, όπως πράττουν αρκετοί, να στραφούν στις αγορές του εξωτερικού;
Το βασικό ζητούμενο αυτή την περίοδο είναι όχι μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση των ελληνικών προϊόντων. Η αύξηση των εξαγωγών κατά σχεδόν 30% το πρώτο δίμηνο του 2011 σε σχέση με πέρσι, αποδεικνύει τόσο τον δυναμισμό των ελληνικών επιχειρήσεων όσο και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που παράγουν.
Δεν νομίζω ότι ρισκάρει ένας επιχειρηματίας όταν προσφέρει στην αγορά – εγχώρια ή ξένη – ένα ποιοτικό και ανταγωνιστικό προϊόν. Ο καταναλωτής πάντα επιβραβεύει τέτοιες προσπάθειες. Οπότε, δεν τίθεται θέμα ρίσκου αλλά αλλαγής νοοτροπίας. Η εποχή της «φούσκας» και της «αρπαχτής» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ο επιχειρηματίας πλέον, αν θέλει να έχει μια βιώσιμη επιχείρηση, οφείλει να προσφέρει καλά και ποιοτικά προϊόντα σε καλή τιμή και είναι σίγουρο ότι η αγορά θα τον επιβραβεύσει.