ML: Ποια είναι η ανταπόκριση των καταναλωτών μέχρι τώρα στην πρωτοβουλία; Η «ελληνική ταυτότητα» παίζει ρόλο στις επιλογές τους ή όλα είναι ζήτημα τιμών και προσφορών στο ράφι;
KΣ: Όλα μετρούν στο ράφι ανάλογα με την αγοραστική δύναμη, το προφίλ, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του καταναλωτή. Η ποιότητα, η τιμή, η έκπτωση, η συσκευασία, η διαφήμιση κ.λπ. έχουν όλα τον ρόλο τους. Τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι το καταναλωτικό κοινό συμπεριέλαβε πιο εμφατικά την τοπικότητα ως κριτήριο επιλογής των προϊόντων που αγοράζει. Ωστόσο, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, υπήρχε ένα σημαντικό πρόβλημα. Ενώ οι καταναλωτές, ή τουλάχιστον μέρος τους, έκαναν προσπάθεια να επιλέγουν ελληνικά προϊόντα, ήταν δύσκολο να γνωρίζουν ποια προϊόντα ήταν πράγματι «ελληνικά», δηλαδή παράγονταν στην Ελλάδα από ελληνικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις.
Η ειδική σήμανση «ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ» βοηθά τους καταναλωτές να ξεχωρίζουν τα ελληνικά προϊόντα, δηλαδή τα προϊόντα επιχειρήσεων που επέλεξαν να παραμείνουν στην Ελλάδα, να παράγουν με ελληνικές πρώτες ύλες, να προσφέρουν θέσεις εργασίας σε τοπικό ανθρώπινο δυναμικό, να στηρίζονται στην έρευνα και ανάπτυξη αξιοποιώντας το επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας, να χρησιμοποιούν εγχώριες εφοδιαστικές αλυσίδες, να φορολογούνται και να επενδύουν στη χώρα μας, δηλαδή να παράγουν τη μέγιστη προστιθέμενη αξία για την οικονομία και την κοινωνία μας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, οι δράσεις του ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ θα συνεχίσουν με μεγαλύτερη ένταση. Πρέπει να γίνει κατανοητό στο κοινό το πραγματικό οικονομικό όφελος για το σύνολο της οικονομίας και της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων. Τα χρήματα που δαπανώνται για την αγορά ενός παρόμοιου προϊόντος επιστρέφουν στην πραγματική οικονομία. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι καταναλωτικές μας επιλογές έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην πορεία της οικονομίας.
ML: Πώς κρίνετε τον ανταγωνισμό σε επίπεδο βιομηχανίας, αλλά και τη συνεργασία με το οργανωμένο λιανεμπόριο; Η πρωτοβουλία ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ έχει επηρεάσει την εικόνα αυτή;
ΑΠ: Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εγχώριων βιομηχανιών, αλλά αυτός με επιχειρήσεις ξένης ιδιοκτησίας. Στα χρόνια της κρίσης, η ρευστότητα έχει εκμηδενιστεί. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εκείνες που στηρίζουν το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αδυνατούν να δανειστούν. Τα capital controls συνεχίζουν να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην ομαλή τους λειτουργία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διασφαλίσουν πίστωση για την εισαγωγή βασικών προϊόντων ή υπηρεσιών απαραίτητων για την παραγωγή τους.
Συνήθως πρέπει να προπληρώνουν, ενώ η φορολογία ακολουθεί συνεχώς αυξητική πορεία. Οι ξένες επιχειρήσεις δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν πολύ μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ελληνικών επιχειρήσεων στην αγορά.
Παράλληλα, τα θέματα που απασχολούν το λιανεμπόριο και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα στις ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις.