ML: Κύριε Δαμιανάκη, μιλήστε μας για τη μέχρι τώρα πορεία της Κρητών Άρτος. Πότε ξεκίνησε και πώς έφτασε στο σήμερα;
Μανώλης Δαμιανάκης: Η Κρητών Άρτος ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια, μέσα από την εξαγορά του εξοπλισμού μιας μικρής βιοτεχνίας, της Golden Bread, που λειτουργούσε για πολλά χρόνια στην παραγωγή αρτοσκευασμάτων και δραστηριοποιούνταν κυρίως στην Κρήτη.
Μετά την εξαγορά αυτή, ξεκινήσαμε μια στρατηγική ανάπτυξης και προώθησης των κρητικών παξιμαδιών και άλλων παραδοσιακών αρτοσκευασμάτων και εκτός Κρήτης. Από την πρώτη στιγμή, στρατηγική μας ήταν να διαθέσουμε τα προϊόντα αυτά αρχικά σε όλη την Ελλάδα και σε δεύτερη φάση στις αγορές του εξωτερικού. Θα πρέπει να σημειώσω ότι σε περίπου ένα χρόνο μετά την εξαγορά, μεταφερθήκαμε σε νέες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στη Βιομηχανική Περιοχή του Ηρακλείου, όπου βρισκόμαστε έως και σήμερα.
ML: Ποια είναι η γκάμα των προϊόντων που διαθέτει σήμερα η Κρητών Άρτος;
ΜΔ: Η βάση των προϊόντων που παράγει η εταιρεία και διαθέτει στην αγορά είναι τα γνωστά κρητικά παξιμάδια σε μια μεγάλη ποικιλία (κριθαρένια, σταρένια, σίκαλης) και σε διάφορα μεγέθη. Έτσι, προσφέρουμε τόσο μεγάλα προϊόντα (ντάκος) όσο και μικρότερα (ντακάκια ή παξιμαδάκια μπουκιές). Η προσφορά μικρότερου μεγέθους προϊόντων ήταν και μια από τις επαναστατικές κινήσεις της εταιρείας στην αγορά, γιατί τα προϊόντα χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερες χρήσεις (ως σνακ, στη σαλάτα κ.λπ.).
Εδώ και δύο χρόνια, όμως, η Κρητών Άρτος προχώρησε σε μια παγκόσμια καινοτομία, μέσα από μια πολύ σημαντική διαφοροποίηση που έκανε στην αγορά του σνακ. Μιλάμε για τα προϊόντα Μικιό. Η λέξη «μικιό» στην κρητική διάλεκτο σημαίνει κάτι μικρό σε μέγεθος, αλλά ταυτόχρονα και χαριτωμένο. Το βασικό χαρακτηριστικό των Μικιό είναι ότι οι γεύσεις που δίνονται στα μικρά κριτσίνια δεν περιέχουν χρωστικές ή αρωματικές ουσίες, αλλά προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες, που σχετίζονται μάλιστα με την κρητική διατροφή. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε π.χ. κρητική γραβιέρα, έξτρα παρθένο κρητικό ελαιόλαδο, ντομάτα, ελιές, ρίγανη από τον Ψηλορείτη, σύκο και σταφίδα.
ML: Φέτος, πάντως, η Κρητών Άρτος έχει προχωρήσει σε ριζικό ανασχεδιασμό των προϊόντων της.
ΜΔ: Μόλις πρόσφατα, σε όλα τα προϊόντα μας εκτός από το Μικιό (παξιμάδια, κριτσίνια και λαδοκούλουρα) αλλάξαμε εντελώς τη συσκευασία. Συγκεκριμένα, πέρα από την καταπληκτική -πιστεύω- μακέτα, αναβαθμίσαμε το υλικό συσκευασίας για μεγαλύτερη ασφάλεια και διάρκεια ζωής των προϊόντων μας. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως έπειτα από μια πολύ σοβαρή προσπάθεια του τμήματος Ποιότητας – Έρευνας της Κρητών Άρτος, βελτιώσαμε γευστικά και ποιοτικά όλα τα προϊόντα. Για παράδειγμα, αυξήσαμε τα ποσοστά των αλεύρων ολικής άλεσης. Αυτό σημαίνει πρακτικά -και είναι κάτι που το βλέπει ο καταναλωτής από τα διατροφικά στοιχεία- ότι αυξήθηκαν σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αλλά και σε σύγκριση με τα δικά μας προϋπάρχοντα προϊόντα, οι φυτικές ίνες και όλα τα θρεπτικά συστατικά. Επίσης, αυξήσαμε το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και βάζουμε σε όλα τα προϊόντα προζύμι. Όλες αυτές οι αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα τα προϊόντα μας να είναι ακόμη πιο γευστικά και να έχουν ακόμη μεγαλύτερη διατροφική αξία για τον καταναλωτή.
ML: Σε ποιο βαθμό η Κρητών Άρτος δραστηριοποιείται στον χώρο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας; Πώς εξελίσσεται αυτή η αγορά στην Ελλάδα;
ΜΔ: Το περίπου 50% των πωλήσεών μας αφορά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, με τα άλλα μισά έσοδα να προέρχονται από τα δικά μας εμπορικά σήματα. Ωστόσο, είμαστε σίγουροι πως με τις προαναφερόμενες αλλαγές που κάναμε στα προϊόντα μας, αλλά και με τις προωθητικές ενέργειες που έχουμε προγραμματίσει για τη διετία 2015-2016, το ποσοστό των δικών μας επώνυμων σημάτων θα αυξηθεί σημαντικά.
Συνολικότερα τώρα, από στοιχεία και συζητήσεις με παράγοντες της αγοράς, προκύπτει πως ανάλογα με την κατηγορία το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ του 20% και του 30%, επίδοση επηρεασμένη ανοδικά κατά τα τελευταία 5-6 χρόνια από την οικονομική κρίση. Το μερίδιο αυτό είναι μικρότερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης, γεγονός που σχετίζεται και με τη νοοτροπία του Έλληνα καταναλωτή. Πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό θα σταθεροποιηθεί γύρω στο 25%.