ML: Κύριε Ζαΐρη, πώς επηρεάστηκε το εμπόριο όλο αυτό το διάστημα των capital controls; Ποια είναι η εικόνα που έχουμε;
Αντώνης Ζαΐρης: Κατ’ αρχάς, τα capital controls επηρέασαν τη ροή της εφοδιαστικής αλυσίδας και την προμήθεια πολλών εμπορευμάτων. Σε ό,τι αφορά τον όγκο πωλήσεων, ειδικά στον τομέα της λιανικής τροφίμων, αλλά και συνολικά στο λιανεμπόριο, παρατηρήσαμε γενικά ότι υπήρξε αύξηση. Πώς εξηγείται κάτι τέτοιο; Φαίνεται πως οι καταναλωτές άρχισαν να διοχετεύουν στην αγορά χρήματα που είχαν στα σπίτια τους ή οπουδήποτε αλλού και φοβήθηκαν είτε ότι θα τα χάσουν είτε τυχόν μελλοντικές ελλείψεις.
Ένας δεύτερος πιθανός λόγος είναι η αντίληψη περί βραχυπρόθεσμου προγραμματισμού που άρχισε να χαρακτηρίζει την ελληνική οικογένεια, δηλαδή τι θα μπορέσουμε σήμερα να καταναλώσουμε, διότι μακροπρόθεσμα το πολιτικό περιβάλλον δεν εμπνέει ασφάλεια και εμπιστοσύνη.
Αυτή η τάση δεν μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, ωστόσο αποτέλεσε μια πραγματικότητα που προκάλεσε αύξηση στον όγκο των πωλήσεων στο β’ εξάμηνο του 2015, αθροιστικά γύρω στο 3%-4%. Ανάλογα συμπεράσματα για την αξιοσημείωτη αντοχή που επέδειξε η αγορά στα capital controls, προκύπτουν από τα τελευταία στοιχεία και από τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, για μικρότερη ύφεση μέσα στο 2015 από την αρχικά προβλεπόμενη. Η καλύτερη, λοιπόν, συμπεριφορά της οικονομίας οφείλεται στο ότι αυξήθηκε η κατανάλωση, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες.
Έχει γίνει ανακατανομή των μεριδίων και ένα μεγάλο μέρος του τζίρου μεταφέρθηκε σε μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις, που ανταποκρίνονται σε περισσότερα ποιοτικά κριτήρια
Βεβαίως, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, γιατί δεν θέλουμε να γυρίσουμε σε μια νέα μορφή υπερθέρμανσης της οικονομίας, αυτή την οποία ζήσαμε και κατά το παρελθόν και που επί της ουσίας ήταν και μία από τις αφορμές της κρίσης. Διότι οι βασικές αιτίες ήταν οι χρόνιες παθογένειες και διαρθρωτικές αδυναμίες όλου του συστήματος, μακροοικονομικής και μικροοικονομικής, που χαρακτήριζαν την ελληνική οικονομία. Εμείς βεβαίως και θέλουμε να αυξάνεται η κατανάλωση, αλλά αυτό να γίνεται σε ένα περιβάλλον αύξησης της ανταγωνιστικότητας στην οικονομία, μεγέθυνσης του ΑΕΠ και ενίσχυσης της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας.
ML: Ποιοι κλάδοι τα πήγαν καλύτερα και ποιοι χειρότερα;
ΑΖ: Ο κλάδος των τροφίμων πήγε αρκετά καλά, ενώ υπήρξε και αναζωπύρωση στην αγορά του αυτοκινήτου, με μια μεσοσταθμική αύξηση της τάξης του 18%, που ακολούθησε τη βουτιά της τάξεως του 60%-70% από τα προηγούμενα χρόνια. Ο κλάδος της ένδυσης ισορρόπησε μετά από κάποιες παρεμβάσεις που έγιναν από τις επιχειρήσεις στα έξοδά τους. Επίσης, η ζήτηση στα ηλεκτρονικά και στην κινητή τηλεφωνία άντεξε ή είχε ακόμα και ανοδικές τάσεις, αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα διορθωτικών κινήσεων και αλλαγής στρατηγικής που έκαναν οι επιχειρήσεις. Και πάντα αναφέρομαι στις επιχειρήσεις που εκπροσωπεί ο ΣΕΛΠΕ, τις μεγάλες πολυεθνικές ή τις ελληνικές εταιρείες που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, είναι δηλαδή εντάσεως εργασίας, και που επενδύουν προς όφελος της οικονομίας.
ML: Έχει ανοίξει η ψαλίδα μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων;
ΑΖ: Κατ’ αρχάς να πούμε ότι το 99,5% στη χώρα μας αφορά στη μικρή επιχειρηματικότητα και υπό αυτό το πρίσμα, η αγορά ορθολογικοποιείται. Η αλήθεια είναι ότι έκλεισαν αρκετές επιχειρήσεις. Ακόμα και τώρα, καθημερινά διακόπτουν τη λειτουργία τους περίπου 50-60 επιχειρήσεις και χάνουν τη δουλειά τους γύρω στα 500-600 άτομα. Όμως, η μικρή επιχειρηματικότητα κατά την άποψή μου δεν είχε στοιχεία δημιουργίας, αλλά χαρακτηριστικά απόγνωσης.
Ο στόχος της κατά βάση είναι να δημιουργηθεί μια μικρή επιχείρηση, απλά για να δουλέψουν κάποια άτομα της οικογένειας. Αυτή η πρακτική ούτε είχε, αλλά ούτε και έχει προοπτική. Δεν κοίταζε δηλαδή κανείς αν αυτό το μαγαζί που στήνει προσθέτει κάτι νέο στην αγορά, αν είναι ανταγωνιστικό το προϊόν ή η υπηρεσία που παρέχει.
Ασφαλώς και υπάρχει μείζον ζήτημα αν αυτές οι επιχειρήσεις, μη μπορώντας να αντέξουν τον εισαγόμενο ή τον εγχώριο ανταγωνισμό, αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο. Όμως, ορθολογικοποιήθηκε η αγορά με την έννοια ότι έγινε ανακατανομή των μεριδίων και ένα μεγάλο μέρος του τζίρου μεταφέρθηκε σε άλλες μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις, που ανταποκρίνονται σε περισσότερα ποιοτικά κριτήρια. Παρατηρούμε, λοιπόν, αλλαγή της εικόνας και της δομής του λιανεμπορίου, πράγμα όμως που επιτείνει τον ανταγωνισμό και επιδρά θετικά στη μείωση των τιμών.
ML: Συνέβαλε το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της κατανάλωσης πέρασε μέσα από χρεωστικές κάρτες και έτσι περιορίστηκε η φοροδιαφυγή;
ΑΖ: Βεβαίως. Ο ΣΕΛΠΕ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την κυκλοφορία του πλαστικού χρήματος, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχουν γίνει πολλά πράγματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε όλες τις προηγμένες χώρες η χρήση των χρεωστικών ή των πιστωτικών καρτών γνωρίζει πολύ μεγαλύτερη διάδοση σε σχέση με την Ελλάδα. Πιστεύω ότι στο μέλλον όλες οι κινήσεις μέσω καρτών θα πρέπει να συνδέονται on line με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ). Επίσης, θα πρέπει να ενημερώνεται άμεσα η ΓΓΠΣ για την οποιαδήποτε έκδοση φορολογικών στοιχείων.
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχουμε τόσο υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, (της τάξης του 29%, που τελικά αγγίζουν το 40%), με αποτέλεσμα να πλήττεται η επιχειρηματικότητα. Θα μπορούσαμε μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών αυτόματα να εισπράττει το ποσό η επιχείρηση, αυτόματα να καταβάλλεται ο ΦΠΑ και αυτόματα να γίνεται η σχετική φορολογική παρακράτηση στο ποσό που ανήκει στην επιχείρηση. Έτσι, θα αναγκάζονται να πληρώνουν όλοι και το κράτος θα εισπράττει τα έσοδα που του αναλογούν.
Το τιμολόγιο θα αναρτάται on line, ενώ θα μπορούμε να θεσπίσουμε και ένα ποσό -της τάξης του 2% ή 3%- το οποίο θα επιστρέφεται ως μπόνους στον καταναλωτή για τη χρήση της κάρτας. Αυτό σημαίνει ότι η φορολογητέα ύλη θα εντοπίζεται όλη στην πηγή και θα προπληρώνεται, αρκεί από το σύστημα να φαίνεται η συναλλαγή. Αυτή είναι η πεμπτουσία της βασικής πρότασης του ΣΕΛΠΕ.