ML: Ποια είναι η στρατηγική σας για το 2017 µετά τα αρκετά λανσαρίσµατα και επαναλανσαρίσµατα προϊόντων την προηγούµενη χρονιά; Θα υπάρξουν και άλλες αντίστοιχες ενέργειες;
ΣΣ: Ξεκινήσαµε τις ενέργειες από τον Σεπτέµβριο του 2016, µε τη νέα σειρά γιαουρτιών delact για τους καταναλωτές που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, σε στραγγιστό, αλλά και µε overcup granola και δηµητριακά χωρίς γλουτένη. Στη συγκεκριµένη κατηγορία ξεκινήσαµε από το γάλα, µια κατηγορία στην οποία έχουµε µερίδιο 80%, και στην αναρή delact -ένα µαλακό τυρί που παράγεται από 100% δικό µας κυπριακό γάλα. Η κατηγορία αυτή θεωρούµε πως είναι σηµαντική, αφού οι καταναλωτές που παρουσιάζουν προβλήµατα δυσανεξίας επιλέγουν πλέον αντίστοιχα προϊόντα, γι’ αυτό και εµείς αντίστοιχα διευρύνουµε την κατηγορία. Επίσης, µπήκαµε σε ακόµα µία καινούργια κατηγορία τυριών σε φέτες, όπως edam, edam light, σε συσκευασίες των 200 γρ. και σε οικονοµικές συσκευασίες των 400 γρ. µε 10 ή 20 φέτες, αντίστοιχα και στο gouda, gouda light, σε συσκευασίες των 200 γρ.
Αυτήν τη χρονιά προγραµµατίζουµε να µεγαλώσουµε ακόµα περισσότερο την γκάµα του γιαουρτιού, προσφέροντας ένα θρεπτικό πρωινό ή και δεκατιανό καθώς και ένα γρήγορο και εύκολο γεύµα για το γραφείο. Έχουµε ήδη ξεκινήσει ένα µεγάλο λανσάρισµα από το τέλος του 2016, «το γαλατάκι», το γάλα σοκολάτας και µε µπανάνα, στο οποίο έχουµε επίσης το µεγαλύτερο µερίδιο στην αγορά, περίπου 80%. Αξίζει να αναφέρω πως είναι το µόνο προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά και παράγεται από φρέσκο γάλα, σε αντίθεση µε τα άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα. Είναι το ντόπιο γάλα σοκολάτας! Επίσης, αυτήν τη χρονιά θα µεγαλώσουµε την γκάµα µας και στο κεφαλοτύρι, µε µακράς ωρίµανσης και 12 µηνών. Τέλος, προβλέπεται ότι από όλες αυτές τις ενέργειες θα υπάρξει µια αύξηση στην κατηγορία των τυροκοµικών της τάξης του 18%-20%.
Αξίζει να αναφέρω πως δώσαµε µεγάλη έµφαση τα δύο τελευταία χρόνια στην κατηγορία του γάλακτος, επενδύοντας στην παραγωγή της φιάλης (συσκευασία µε χερούλι), µια επένδυση περίπου 4 εκατ. ευρώ. Η συγκεκριµένη συσκευασία είναι µια µεγάλη καινοτοµία στην αγορά του γάλακτος και φαίνεται πως έγινε άµεσα αποδεκτή, αφού ξεπεράσαµε πλέον το 70%, ανοίγοντας την κατηγορία του γάλακτος και αφήνοντας πίσω τον µεγαλύτερο ανταγωνιστή µας µε µερίδιο περίπου 24%-25%. Ουσιαστικά στηριζόµαστε, πέρα από την ποιότητα, σε δύο άξονες: στην καινοτοµία και στην προώθηση των προϊόντων µας στις αγορές του εξωτερικού.
ML: Γιατί η τιµή του γάλακτος είναι τόσο υψηλή στην Κύπρο συγκριτικά µε την ελληνική αγορά;
ΣΣ: Μέχρι το 2004 υπήρχε ένα προστατευµένο περιβάλλον για τους τυροκόµους και τους καταναλωτές γάλακτος στην Κύπρο. Λειτουργούσε ένας οργανισµός που αγόραζε το γάλα και από αυτόν τον οργανισµό οι γαλακτοκοµικές επιχειρήσεις µε τη σειρά τους αγόραζαν την πρώτη ύλη. Στη συνέχεια διεκδίκησε αυτόν τον ρόλο ο συνεταιρισµός αγελαδοτρόφων, ο οποίος όµως στη συνέχεια διασπάστηκε. Έπειτα και από αυτήν την εξέλιξη εµείς αποκτήσαµε σταθερή συνεργασία µε ανεξάρτητους αγελαδοτρόφους, οι οποίοι προµηθεύουν την εταιρεία καθηµερινά µε πρώτη ύλη. Οι φάρµες αυτές είναι µεν σύγχρονες, αλλά οι τιµές τους είναι υψηλότερες για δύο βασικούς λόγους: οι κλιµατολογικές συνθήκες και η εισαγωγή ζωοτροφών. Ως γαλακτοβιοµηχανία αγοράζουµε το 30%-32% του διαθέσιµου αγελαδινού γάλακτος που διακινείται στην Κύπρο και περίπου το 35% του κατσικίσιου και του πρόβειου. Είµαστε, όµως, η µόνη παραγωγική κυπριακή εταιρεία που έχει συνεργασία µε φάρµες βιολογικού γάλακτος.
Εµείς αγοράζουµε το γάλα πιο ακριβά απ’ ό,τι αγοράζουν οι ελληνικές παραγωγικές εταιρείες. Όταν παρουσιάστηκε κάποιο πρόβληµα µε τους Κύπριους αγελαδοτρόφους, προσπαθήσαµε να φέρουµε πρώτη ύλη από την Ελλάδα, αλλά συναντήσαµε προβλήµατα, όπως π.χ. οι ηµέρες παράδοσης, αλλά και το γεγονός ότι για κάποια από τα προϊόντα µας, όπως το χαλλούµι, χρειαζόµαστε οπωσδήποτε γάλα από την Κύπρο. Γι’ αυτόν τον λόγο το γάλα πωλείται ακριβότερα στην Κύπρο σε σχέση ακόµα και µε την υπόλοιπη Ευρώπη. Η διαφορά µε την ελληνική αγορά είναι ότι κερδίζουν οι παραγωγικές εταιρείες και όχι οι αγελαδοτρόφοι, ενώ στην Κύπρο συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο.