Οι ζυθοποιίες εφαρµόζουν το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» και επικεντρώνονται σε καινούργια λανσαρίσµατα (µπίρες weiss, χωρίς αλκοόλ, µοναστηριακές, αλλά και premium lager), ανοίγοντας µε προσεκτικά βήµατα νέες κατηγορίες. Αν µη τι άλλο, κι ενώ η ανάκαµψη στην αγορά δεν έχει φανεί ακόµα, η φετινή χρονιά για τον κλάδο ξεκίνησε δυναµικά -τουλάχιστον από πλευράς ανταγωνισµού. Εξάλλου, υπάρχουν δύο στοιχεία για τα οποία µπορούν να αισιοδοξούν οι εταιρείες για τις φετινές τους επιδόσεις: η αύξηση του αριθµού των τουριστών στην Ελλάδα και η µεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου, το Μουντιάλ 2014.
Τα πρότυπα κατανάλωσης µπορεί να µην άλλαξαν θεαµατικά στην ελληνική αγορά αφού οι καταναλωτές εκπαιδεύτηκαν να πίνουν κυρίως lager (συνέπεια της χρόνιας ουσιαστικά µονοπωλιακής λειτουργίας της αγοράς), όµως οι εταιρείες θέλουν να ξεφύγουν από τα κλειστά όρια του κλάδου, να αυξήσουν τον τζίρο τους και την κερδοφορία τους, να ικανοποιήσουν ένα ευρύ τµήµα της πελατείας τους, που δεν είναι µόνο κατανάλωση στο σπίτι, αλλά και στον κλάδο του HORECA, όπου πλέον η κατανάλωση είναι απρόβλεπτη. Η αγορά, λοιπόν, κρατώντας ως βάση την µπίρα lager, δίνει έµφαση αυτήν τη χρονιά σε καινούργια προϊόντα µε βάση τα υψηλά ποιοτικά κριτήρια, προσπαθώντας παράλληλα να δηµιουργήσει «κουλτούρα µπίρας». Επιπλέον, οι εταιρείες του κλάδου προσπαθούν να αξιοποιήσουν τις υπερσύγχρονες τεχνολογικά παραγωγικές µονάδες τους διερευνώντας τις αγορές του εξωτερικού. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτουν την όποια πτωτική πορεία του κλάδου στην εγχώρια αγορά ή αυξάνουν τον τζίρο, ισχυροποιώντας ακόµα περισσότερο τη θέση τους. Φυσικά, στο πνεύµα των ηµερών της… κρίσης, δεν έλειψε και η περιοδική φηµολογία για συνεργασίες, εξαγορές κ.λπ., η οποία όµως δεν έχει επιβεβαιωθεί σε καµία περίπτωση.
Η αγορά κρατώντας ως βάση την µπίρα lager, δίνει έµφαση αυτήν τη χρονιά σε καινούργια προϊόντα µε βάση τα υψηλά ποιοτικά κριτήρια
Σύµφωνα µε στοιχεία της εταιρείας Nielsen, η αγορά για το χρονικό διάστηµα Απρίλιος 2013-Απρίλιος 2014 παρουσιάζει θετική εικόνα, καταγράφοντας ποσοστιαία µεταβολή 9,4% σε αξία (από 79,1 εκατ. ευρώ σε 86,5 εκατ. ευρώ), ενώ αντίστοιχα οι πωλήσεις σε λίτρα στο ίδιο διάστηµα παρουσιάζουν αύξηση 17% (από 39,7 εκατ. λίτρα σε 46,5 εκατ. λίτρα). Όσον αφορά στις πωλήσεις ανά κατηγορία καταστήµατος, η εικόνα λόγω προσφορών είναι θετική. Έτσι, για τα καταστήµατα πάνω από 2.500 τ.µ. η µεταβολή σε αξία είναι 7,2%, για τα καταστήµατα µέχρι 2.500 τ.µ. είναι διψήφια (11,4%), για τα καταστήµατα µέχρι 1.000 τ.µ. είναι επίσης διψήφια (12,2%), ενώ για τα µικρότερα καταστήµατα, που δεν µπορούν να φιλοξενήσουν το εύρος της γκάµας αλλά ούτε και σηµαντικές προσφορές, αγγίζει µόλις το 1,7%.
Κινητικότητα και στις μικροζυθοποιίες
Η ελληνική µικροζυθοποιία χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα τόσο σε ίδρυση νέων µονάδων όσο και σε κυκλοφορία νέων προϊόντων και συσκευασιών. Αυτήν την περίοδο λειτουργούν 15 εταιρείες, µε τις περισσότερες να δραστηριοποιούνται σε τοπικές αγορές (Ρόδος, Κέρκυρα, Άργος, Σαντορίνη, Εύβοια, Κρήτη) και τον αριθµό τους να έχει ήδη αυξηθεί σηµαντικά, ειδικά την τελευταία πενταετία. Οι µονάδες αυτές εστιάζουν στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων (φρέσκες, µη παστεριωµένες µπίρες περιορισµένης διάρκειας ζωής) µε παραδοσιακές µεθόδους, επωφελούµενες από τη σταδιακή στροφή των καταναλωτών στις εγχώριες µπίρες. Οι περισσότερες διακινούν ιδιαίτερα περιορισµένες ποσότητες (ακόµα και κάτω από 1.000 εκατόλιτρα το έτος), λόγω της χαµηλής δυναµικότητας παραγωγής και της µικρής ακόµα περιόδου λειτουργίας τους. Μάλιστα, αρκετές µικροζυθοποιίες υλοποιούν –ή σχεδιάζουν να υλοποιήσουν- επενδύσεις αναβάθµισης ή επέκτασης του εξοπλισµού τους ώστε να αυξήσουν τη δυναµικότητά τους και να ικανοποιήσουν µεγαλύτερο µέρος της ζήτησης. Έτσι, το 2013 σχεδόν όλες οι εταιρείες αύξησαν σηµαντικά τους όγκους παραγωγής τους, µε τη συνολική ποσότητα να προσεγγίζει τα 75.000 εκατόλιτρα, από 68.400 εκατόλιτρα το 2012. Πάντως, η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο περίπου 2% της συνολικής ποσότητας µπίρας που διακινήθηκε στη χώρα. Φυσικά, οι µικροζυθοποιίες αντιµετωπίζουν σηµαντικά προβλήµατα λόγω της χρόνιας κρίσης, όπως υποδεικνύει η παύση λειτουργίας της Craft και της Μεσσηνιακής Μικροζυθοποιίας λόγω χαµηλής ρευστότητας. Επιπλέον, σηµαντική επιβάρυνση προκαλούν οι πρώτες ύλες, σηµαντικές ποσότητες των οποίων είναι εισαγόµενες.